- ρώψ
- (I)ῥωπός, ή, ΜΑ(κυρίως στον πληθ.) αἱ ῥῶπεςλεπτές και ευλύγιστες βέργες κομμένες από θάμνουςαρχ.(στον εν. μόνο στον Ησύχ.) μικρό χαμόδεντρο, θάμνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. τού προελλην. γλωσσικού υποστρώματος, ενώ οι συνήθεις συνδέσεις τής λ. με τους τ. ῥαπίς, ῥαπίζω, ῥάβδος, ῥάμνος (< ΙΕ ρίζα *wrep / *wrop) ή με τα ῥέπω, ῥέμβομαι (< ΙΕ ρίζα *wer- «στρέφω»), λόγω τού δυσερμήνευτου φωνηεντισμού -ω-, δεν θεωρούνται πιθανές].————————(II)Α(αιγυπτιακή λ.) πλοίο κατασκευασμένο από πάπυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., πρβλ. αιγυπτ. rms με μακρό φωνηεντισμό -ω- (για την απόδοση τού συμφων. συμπλέγματος -ms- πρβλ. ῥώ-μσ-ις: ῥώ-ψ)].
Dictionary of Greek. 2013.